- χαρτογραφικός
- η , ό[ν] картографический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρτογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χαρτογραφία ή στον χαρτογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Αντ. Μηλιαράκη] … Dictionary of Greek
χαρτογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χαρτογραφία ή στο χαρτογράφο: Αγόρασε χαρτογραφικά όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)